- νεοαποικιοκρατία
- η(οικον.-πολ.) πολιτική ενός ισχυρού κράτους ή ομάδας χωρών που έχει ως στόχο τη συνέχιση με νέες μορφές και νέες μεθόδους τής οικονομικής εκμετάλλευσης τών πρώην αποικιών που έχουν ανακηρυχθεί σε ανεξάρτητα κράτη και τη διασφάλιση τής πολιτικής κυριαρχίας τους σε αυτά, καθώς και την επέκταση τής πολιτικο-οικονομικής επιρροής τους σε νέες γεωγραφικές περιοχές.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + αποικιοκρατία].
Dictionary of Greek. 2013.